κρεβατώνω

κρεβατώνω
[κρεβάτι]
αναγκάζω κάποιον να μείνει κλινήρης, να πέσει στο κρεβάτι ασθενής («μέ κρεβάτωσε η γρίπη μια βδομάδα»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κρεβατώνω — κρεβατώνω, κρεβάτωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κρεβατώνω — κρεβάτωσα, κρεβατώθηκα, κρεβατωμένος,1. αναγκάζω κάποιον να πέσει στο κρεβάτι ασθενής. 2. το μέσ., κρεβατώνομαι σημαίνει ότι αναγκάζομαι να πέσω στο κρεβάτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακρεβάτωτος — η, ο [κρεβατώνω] 1. (για ανθρώπους) αυτός που δεν κρεβατώθηκε, δεν έπεσε άρρωστος στο κρεβάτι 2. (για αμπέλια) αυτός που δεν τοποθετήθηκε, δεν στηρίχθηκε σε κρεβατίνα* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”